σουλφαμιδοαντοχή — η, Ν (βιολ. φαρμ.) ιδιότητα την οποία αποκτούν ορισμένα βακτηριακά στελέχη και που τά καθιστά ανθεκτικά στις. σουλφαμίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sulfamidoresistance < sulfamido (βλ, λ. σουλφαμίδες) + resistance «αντοχή»] … Dictionary of Greek
κολλύριο — Φάρμακο τοπικής χρήσης για τη θεραπεία των ασθενειών των ματιών ή των βλεφάρων. Σήμερα τα ξηρά κ. έχουν καταργηθεί, χρησιμοποιούνται όμως σε μεγάλη έκταση τα υδατικά κ. σε μορφή σταγόνων. Αυτά περιέχουν διαλύματα φαρμακευτικών ουσιών με διάφορα… … Dictionary of Greek
σουλφαμίδη — η, Ν χημ. παλαιότερη ονομασία τού σουλφαμιδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σουλφαμίδες] … Dictionary of Greek
σουλφαμίδιο — το, Ν χημ. ανόργανη χημική ένωση, παράγωγο τού θειικού οξέος, που παρασκευάζεται με επίδραση αέριας αμμωνίας σε σουλφουρυλοχλωρίδιο, γνωστή παλαιότερα ως σουλφαμίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σουλφαμίδες] … Dictionary of Greek
σουλφαμιδοφάρμακα — τα, Ν (φαρμ.) οι σουλφαμίδες … Dictionary of Greek
σουλφανιλαμίδιο — το, Ν (χημ. φαρμ.) αζωτούχα οργανική αρωματική ένωση, αμίδιο τού σουλφανιλικού οξέος, γνωστή παλαιότερα και ως σουλφανιλαμίδη, η πρώτη σουλφαμίδη τής οποίας αναγνωρίστηκε η αντιμικροβιακή δράση και που αποτελεί την πατρική ένωση από την οποία… … Dictionary of Greek
σουλφαπυριδίνη — η, Ν (χημ. φαρμ.) αζωτούχα οργανική αρωματική ένωση, μια από τις πρώτες σουλφαμίδες που χρησιμοποιήθηκαν στη θεραπευτική, τής οποίας όμως η χρήση έχει πλέον εγκαταλειφθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sulfapyridine < sulfa (βλ. λ. σουλφ[ο] ) + pyridine … Dictionary of Greek
σουλφαχρυσοϊδίνη — και σουλφαμιδοχρυσοϊδίνη, η, Ν (φαρμ.) αζωική χρωστική, ενεργός εναντίον τών στεπτοκόκκων, γνωστή με την εμπορική ονομασία προντοζίλ, μία από τις πρώτες σουλφαμίδες που χρησιμοποιήθηκαν στη θεραπευτική, η οποία όμως δεν χρησιμοποιείται πλέον … Dictionary of Greek
σουλφοναμίδιο — το, Ν χημ. περιληπτική ονομασία οργανικών ενώσεων που είναι αμίδια τών σουλφονικών οξέων και χρησιμοποιούνται ευρέως στη φαρμακευτική με την ονομασία σουλφαμίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sulfonamide < sulfone… … Dictionary of Greek